ἀκαλλώπιστα

ἀκαλλώπιστα
ἀκαλλώπιστος
unadorned
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαλλώπιστος — η, ο 1. αστόλιστος: Η πλατεία της εκκλησίας δεν πρέπει να μείνει ακαλλώπιστη. 2. ανεπιτήδευτος: Με λόγια απλά και ακαλλώπιστα του εξέθεσα την κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”